- λυκοσπάς
- λυκοσπάς, -άδος, ὁ, ἡ (Α)1. κατασπαραγμένος από λύκους2. επίθετο τών μελισσών οι οποίες εκκολάπτονται πάνω στα πτώματα τών βοδιών που κατασπαράχθηκαν από λύκους3. (για ίππο) αυτός που σύρεται με λύκο, δηλ. με σιδερένιο άγκιστρο που βρίσκεται στο χαλινάρι («Ἀτράκιον δἤπειτα λυκοσπάδα πῶλον ἐλαύνει», Καλλίμ.)4. (κατά τον Στράβ.) λυκοφόρος*5. (το αρσ. στον πληθ.) οι λυκοσπάδεςράτσα ευκίνητων ίππων τής κάτω Ιταλίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -σπάς, -άδος (< σπάω), πρβλ. οδυνο-σπάς, παρα-σπάς].
Dictionary of Greek. 2013.